σύγκλειση

σύγκλειση
η / σύγκλεισις, -είσεως, ΝΑ, αττ. τ. ξύγκλησις Α [συγκλείω]
η συνένωση δύο πραγμάτων ώστε να μην υπάρχει ενδιάμεσο κενό («τῆς φάλαγγος ἡ σύγκλεισις», Αρρ.)
νεοελλ.
ανατ. η συναρμογή τών οδόντων η οποία εκφράζεται με τη σχέση εφαρμογής τών φυμάτων και τών επιφανειών τους σε όλες τις λειτουργικές θέσεις τής κάτω γνάθου
αρχ.
1. φράξιμο, κλείσιμο («συγκλείσει κωλύειν τὴν δίοδον», Θεόφρ.)
2. αποκλεισμός
3. ασφαλής εναποθήκευση, κλείδωμα
4. στενωπός, κλεισούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγκλείσῃ — συγκλείσηι , σύγκλεισις shutting up fem dat sg (epic) συγκλείω shut aor subj mid 2nd sg συγκλείω shut aor subj act 3rd sg συγκλείω shut fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρραφή — καταρραφή, ἡ (Α) [καταρράπτω] 1. στρίφωμα 2. (για τη σύγκλειση τών βλεφαρίδων) η ραφή, η σύγκλειση προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

  • δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… …   Dictionary of Greek

  • κλείθρωσις — κλείθρωσις, ἡ (Μ) κλείδωση, σύγκλειση, κλείδωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *κλειθρόω / ῶ] …   Dictionary of Greek

  • κολπόκλειση — η ιατρ. μερική συνήθως σύγκλειση τού κόλπου, για αντιμετώπιση, τις πιο πολλές φορές, τής πρόπτωσης τής μήτρας σε ηλικιωμένες γυναίκες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. colpocleisis < colpo (< κόλπος) + cleisis (< κλεῖσις < κλείω)] …   Dictionary of Greek

  • λαγοχειλία — και λαγωχειλία, η σχετικά συχνή συγγενής παραμόρφωση κατά την οποία δεν πραγματοποιείται η σύγκλειση τής στοματορρινικής σχισμής τού εμβρύου τον πρώτο μήνα εμβρυϊκής ζωής, με αποτέλεσμα την παρουσία σχισμής στο άνω χείλος, κάτω από τον ένα ή και… …   Dictionary of Greek

  • λόξυγγας — Σπασμωδική σύσπαση του διαφράγματος, η οποία προκαλεί βίαιη εισπνοή που ακολουθείται από απότομη σύγκλειση της γλωττίδας και από χαρακτηριστικό ήχο στον λάρυγγα. Συχνά παρατηρείται στα έμβρυα κατά τη διάρκεια της κύησης ή συνοδεύει το κλάμα, αλλά …   Dictionary of Greek

  • μυ — (I) το (Α μὺ και μῡ και ιων. τ. μῶ) (άκλιτο) ονομασία τού γράμματος μ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Μ, μ (εγκυκλ.)]. (II) μὺ και μῡ, το (Α) 1. ασθενής ήχος που παράγεται με την ταχεία σύγκλειση τών χειλιών, μουρμούρισμα 2. μίμηση τού ήχου ανθρώπου που κλαίει… …   Dictionary of Greek

  • μύσις — (I) η (ΑΜ μύσις, εως [μύω] το αποτέλεσμα τού μύω, η σύγκλειση τών βλεφάρων ή τών χειλιών ή άλλου ανοίγματος τού σώματος νεοελλ. η διαρκής στένωση τής κόρης τών οφθαλμών μσν. στενότητα νου, σκέψης. (II) η ζωολ. γένος οστρακοδέρμων, τύπος τής… …   Dictionary of Greek

  • νανισμός — Ανωμαλία που χαρακτηρίζεται βασικά από μειωμένη ανάπτυξη του ύψους και του βάρους του σώματος, σε σχέση με τον φυσιολογικό μέσο όρο ανάπτυξης που μας παρέχεται από τις στατιστικές για μια ορισμένη φυλή, ηλικία και φύλο. Οι τιμές του αναστήματος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”